μεγαλοκότως

μεγαλοκότως
μεγαλόκοτος
adverbial
μεγαλόκοτος
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζαφελής — ζαφελής, ές (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) ορμητικός, βίαιος 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πάνυ αφελής». επίρρ... ζαφελῶς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεγαλοκότως», βιαίως …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόκοτος — μεγαλόκοτος, ον (Α) πολύ οργισμένος. επίρρ... μεγαλοκότως (Α) με μεγάλη οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κότος «οργή» (πρβλ. βαρύ κοτος, νεό κοτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”